-
1 наконечник
наконечникм ἡ αίχμή, ἡ ἄκρα, ἡ μύτη, ἡ ἀκίδα / τό σκέπασμα τοῦ μολυβιού (для карандаша):\наконечник шприца ἡ αίχμή (или ἡ μύτη) σύριγγος· \наконечник стрелы ἡ αίχμή βέλους' \наконечник копья ἡ αίχμή τοῦ ἀκόντιου. -
2 острие
остриес1. (иглы, копьА и т. п.) ἡ αἰχμή, ἡ ἀκίς, ἡ μύτη·2. (ножа и т. п.) ἡ κόψη, ὁ ἀθέρας·3. перен ἡ αἰχμή:\острие критики αἰχμή τής κριτικής. -
3 наконечник
-я α.ακή, αιχμή, μύτη άκρη•наконечник копьй η αιχμή του ακοντίου•
наконечник стрелы η αιχμή του βέλους•
металлический наконечник μεταλλική άκρη.
|| προφυλακτήρας (ακής). -
4 остриё
-я ουδ.1. αιχμή, ακίδα, μύτη•копья η αιχμή του ακοντίου•
остриё иголки η μύτη του βελονιού.
2. η κόψη•остриё ножа η κόψη του μαχαιριού.
3. μτφ. κατεύθυνση κατά κάποιου•остриё полемики, критики, сатиры η αιχμή της πολεμικής, της κριτικής., της σάτιρας.
-
5 остриё
-
6 наострить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. на-остренный, βρ: -рен, -рена, -реноτροχίζω, ακονίζω• οξύνω, μυτερώνω, κάνω αιχμή•наострить топор τροχίζω το τσεκούρι•
наострить кольев φτιάχνω αιχμή στους πασσάλους.
-
7 всплеск
1. (радиоизлучения) η ριπή (της ακτινοβολίας) 2. (на импульсе) η αιχμή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > всплеск
-
8 зазор
тех. το διάκενο, ο κενός χώρος ασφαλείας, ο αέρας, το άνοιγμαвоздушный эл. - του αέραкольцевой эл. - κυκλικό -, δακτυλιοειδές -контактный эл. - της επαφής- между днищем поршня и плоскостью головки цилиндра - ανάμεσα στο κάτω μέρος του εμβόλου και την επιφάνεια της κεφαλής του κυλίνδρου- между нижней кромкой пера руля и пяткой ахтерштевня мор. - ανάμεσα στην κάτω ακμή του πτερού του πηδαλίου/τιμονιού και του ποδοστήματος/ποδοστάματοςсборочный (св.) - της συναρμολόγησηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > зазор
-
9 затуплять
αμβλύνω-ся χάνω την αιχμη-ρότητα, γίνομαι αμβλύςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > затуплять
-
10 наконечник
η αιχμήτο άκροη κεφαλήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > наконечник
-
11 остриё
1. (заострённый конец чего-л.) η αιχμή, η μύτη 2. (острая, режущая сторона чего-л.) η κόψη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > остриё
-
12 ребро
1. (элемент конструкции) το νεύρο, η ενίσχυση, ο νομεύς, ο νομέαςвертикальное - η κάθετη ακμή, το κάθετο ενισχυτικό2. (в теплообменных устройствах) το πτερύγιοохлаждающее (хол.) - της ψύξης, η πλευ-ρίδα ψύξης3. (край, узкая сторона какого-л предмета) η αιχμή, το άκρο, το χείλος, η πλευρά, το πλευρό 4. анат. το πλευρό 5. мат. η ακμή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ребро
-
13 стрелка
1. (на чертеже, рисунке) το βελάκιη αιχμή του βέλους2. (измерительного прибора) η βελόνη (του δείκτη)ο δείκτης3. ж.-д. η κλείς(αλλαγής τροχιάς), разг. το κλειδίРусско-греческий словарь научных и технических терминов > стрелка
-
14 кончик
ко́нчикм ἡ ἄκρα / ἡ μύτη, ἡ αἰχμή (острие)! ἡ ἀκί? (иглы, булавки и т. п.)· ◊ вертеться на \кончике языка э£ στριφογυρίζει στό μυαλό μου. -
15 шпиль
шпильм1. ἡ αίχμή, ἡ κορυφή, ὁ ὁβελίσκος·2. мор. ὁ μποτζεργάτης. -
16 наконечник
[νακανιέτσνικ] ουσ. α. άκρα, αιχμή, μύτι -
17 наконечник
[νακανιέτσνικ] ουσ α άκρα, αιχμή, μύτι -
18 жало
-а ουδ.1. κεντρί εντόμου•жало ячелиное κεντρί της μέλισσας (οσκρός).
2. γλωσσίδι του φιδιού.3. μτφ. πόνος ψυχικός.4. ακίδα, αιχμή, μύτη (για κάθε αιχμηρό αντικείμενο). -
19 железко
-а ουδ.1. μαχαίρι πλάνης.2. (παλ. κ. διαλκ,) σιδερένια άκρη, αιχμή. -
20 заострение
-я ουδ.όξυνση. || αιχμή.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αἰχμή — point of a spear fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιχμή — Το μυτερό πρόσθιο άκρο διαφόρων σύγχρονων εργαλείων ή όπλων (όπως το ξίφος και η ξιφολόγχη) καθώς και όπλων του παρελθόντος (όπως το βέλος, το δόρυ κ.ά.). Η α. είναι ένα από τα αρχαιότερα δημιουργήματα του ανθρώπου. Η επινόησή της χάνεται στα… … Dictionary of Greek
αιχμή — η 1. η μύτη, η άκρη κάθε οργάνου που πληγώνει, τρυπά (μαχαιριού, βελόνας, καρφιού κτλ.): Τον είχε πληγώσει η αιχμή του ξίφους. 2. το ανώτατο σημείο, το αποκορύφωμα: Πέσαμε στην αιχμή της κυκλοφορίας. 3. εχθρικός υπαινιγμός: Τα λόγια του ήταν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἰχμῇ — αἰχμάζω throw the spear fut ind mid 2nd sg (doric) αἰχμάζω throw the spear fut ind act 3rd sg (doric) αἰχμή point of a spear fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμῆι — αἰχμῇ , αἰχμάζω throw the spear fut ind mid 2nd sg (doric) αἰχμῇ , αἰχμάζω throw the spear fut ind act 3rd sg (doric) αἰχμῇ , αἰχμή point of a spear fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμαῖς — αἰχμή point of a spear fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμαῖσιν — αἰχμή point of a spear fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμαί — αἰχμή point of a spear fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμῇσι — αἰχμή point of a spear fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμῇσιν — αἰχμή point of a spear fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμήν — αἰχμή point of a spear fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)